χαιρηδών

χαιρηδών
χαιρηδών
delectation
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαιρηδών — όνος, ἡ, Α χαρά, ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. τού χαίρω, κατά το ἀλγ ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χαιρηδόνα — χαιρηδών delectation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρηδόνος — χαιρηδών delectation fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”